- αζήτητος
- -η, -ο (Α ἀζήτητος, -ον) νεοελλ.1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητοςαρχ.ανεξέταστος, ανερεύνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + ζητῶ.ΠΑΡ. νεοελλ. αζητησιά].
Dictionary of Greek. 2013.